λιγουριάζω

λιγουριάζω
λιγουριάζω, λιγούριασα, λιγουριασμένος βλ. πίν. 36
——————
Σημειώσεις:
λιγουριάζωλιγώνω : το λιγουριάζω σημαίνει κυρίως προκαλώ ή αισθάνομαι κορεσμό από πολύ φαΐ, συνήθως γλυκό, ενώ το λιγώνω προκαλώ λιγούρα ή ζαλάδα.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιγουριάζω — [λιγούρα] 1. επιφέρω λιγούρα, προξενώ αηδία 2. καταλαμβάνομαι από λιγούρα …   Dictionary of Greek

  • λιγουριάζω — λιγούριασα, μτβ. και αμτβ., προκαλώ λιγούρα ή με πιάνει αηδία: Αυτή η τούρτα τον λιγούριασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιγώνω — λιγώνω, λίγωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: λιγουριάζω – λιγώνω : το λιγουριάζω σημαίνει κυρίως → προκαλώ ή αισθάνομαι κορεσμό από πολύ φαΐ, συνήθως γλυκό, ενώ το λιγώνω → προκαλώ λιγούρα ή ζαλάδα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιγούριασμα — το [λιγουριάζω] 1. η πρόκληση λιγούρας 2. η λιγούρα …   Dictionary of Greek

  • ξελιγουριάζομαι — τρώω κάτι για να μην αισθάνομαι λιγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λιγουριάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”