- λιγουριάζω
- λιγουριάζω, λιγούριασα, λιγουριασμένος βλ. πίν. 36——————Σημειώσεις:λιγουριάζω – λιγώνω : το λιγουριάζω σημαίνει κυρίως → προκαλώ ή αισθάνομαι κορεσμό από πολύ φαΐ, συνήθως γλυκό, ενώ το λιγώνω → προκαλώ λιγούρα ή ζαλάδα.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.